Τετάρτη 25 Ιουνίου 2008

Lobby: Ο εξορκισμός μιας λέξης…

Γράφοντας μια εργασία για τα lobbies στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα όπου φοιτώ, διαπίστωσα πόσο εύκολα γίνεται η συστοιχία των προσώπων της επικαιρότητας με τους όρους τους οποίους πραγματεύομαι. Γι’ αυτό θεώρησα σκόπιμο να δημοσιοποιήσω μία σύνοψη.
Ο όρος “lobby” ή “lobbyist” αναφέρεται στα μέσα που χρησιμοποιούν ομάδες της κοινωνίας με κοινά συμφέροντα, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, προκειμένου να επηρεάσουν τις αποφάσεις της κυβέρνησης με θετικό τρόπο υπέρ τους. Ο όρος “lobbying” περιλαμβάνει την οργάνωση καθώς και την επιστράτευση κοινωνικών και χρηματοδοτικών μέσων, ώστε να ασκηθεί αποτελεσματική πίεση στο νομοθετικό σώμα και στην εκτελεστική εξουσία για την εφαρμογή πολιτικών που θα ευνοήσουν τη συγκεκριμένη ομάδα ή αυτούς που εκπροσωπεί ο εκάστοτε “lobbyist”. Οι λεγόμενοι “lobbyists” μπορούν να διαχωριστούν σε δύο μεγάλες ομάδες:Σε αυτούς που είναι πολίτες και δεν εξασκούν επαγγελματικά το “lobbying”.
Σε αυτούς που είναι επαγγελματίες “lobbyists”. (Στη πόλη των Βρυξελλών, το 10% του πληθυσμού είναι καταγεγραμμένοι “lobbyists”).
Ειδικότερα στις ΗΠΑ, όπου και πρωτονομιμοποιείται ο όρος, οι απλοί πολίτες αντλούν την δύναμη τους από τον μεγάλο αριθμό τους και τις δυνατότητες χρηματοδότησης τις οποίες έχουν. Οι επαγγελματίες “lobbyists” με την σειρά τους έχουν προσληφθεί από κάποιο πελάτη ή ομάδα συμφερόντων που δεν έχει την δυνατότητα να κινητοποιήσει ψηφοφόρους ή να αναμειχθεί στην χρηματοδότηση των υποψηφίων. Οι περισσότεροι από τους επαγγελματίες “lobbyists” είναι πρώην μέλη της κυβέρνησης ή πρώην εκλεγμένοι αξιωματούχοι οι οποίοι έχουν τις κατάλληλες διασυνδέσεις προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους τους.

Ύστερα από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο η δραστηριότητα των “lobbies” πήρε μια νέα διάσταση. Πέρα από τις προσπάθειες ξένων κυβερνήσεων να ασκήσουν επιρροή στην αμερικανική κυβέρνηση υπήρξαν και προσπάθειες από ομάδες αμερικανών πολιτών, συγκεκριμένων εθνικοτήτων, επηρεασμού της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής προς το συμφέρον των χωρών από τις οποίες αυτοί προέρχονταν. Το 1948, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ μετά από την επιτυχή πίεση που άσκησε το ισραηλινό lobby το οποίο διαμέσου της δύναμης επιρροής που είχε μετέτρεψε το θέμα της αναγνώρισης του Ισραήλ από ζήτημα εξωτερικής σε ζήτημα εσωτερικής πολιτικής.

Για πολλά χρόνια, η Τουρκία εφάρμοσε μια στρατηγική επηρεασμού της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής η οποία χαρακτηρίζεται από πολλούς “lobbyists” ως ιδιαίτερα αποτελεσματική. Τα βασικά στοιχεία αυτής της στρατηγικής είναι: α) η ανάθεση επηρεασμού της αμερικανικής κυβέρνησης με ευνοϊκό τρόπο προς την Τουρκία σε επαγγελματίες με διασυνδέσεις στα υψηλότερα κλιμάκια της αμερικανικής κυβέρνησης και του Κογκρέσου έναντι αδράς αμοιβής, β) η διατήρηση συνεχούς επικοινωνίας με αμερικανούς γερουσιαστές και βουλευτές, όπως και με αξιωματούχους της κυβέρνησης. Οι “lobbyists” που εργάζονται για τα τουρκικά συμφέροντα δείχνουν να κατανοούν ότι η εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α. δεν διαμορφώνεται μόνο από ένα κλάδο της αμερικανικής κυβέρνησης αλλά περισσότερο από μια περίπλοκη διασύνδεση μεταξύ του Κογκρέσου, του Προέδρου, του Υπουργείου Εξωτερικών, της στρατιωτικής ηγεσίας και του Τύπου. Το Τουρκικό lobby ασκεί προσεκτική επιρροή σε κάθε έναν από τους παραπάνω παράγοντες προκειμένου να πετύχει μια ευνοϊκή στάση προς τα τουρκικά συμφέροντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι οι Pearl και Faith, βασικά μέλη της κυβέρνησης Bush, εργάζονταν στο παρελθόν επ’ αμοιβή για τα συμφέροντα της Τουρκίας.


Αντώνης-Μάριος Παπαγιώτης