Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

Είναι ωραίον και επικερδές!...

Είδα τη ρεκλάμα στην τηλεόραση και πολύ συγκινήθηκα! Παραγωγή ΥΕΝ ή μήπως της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών; Θα σας γελάσω. Μικρή σημασία έχει. Una Razza, Una Faccia, που λέει και ο ιταλομαθής λαός μας. Καλαίσθητη πάντως –το σωστό να λέγεται. Όχι σαν κι εκείνες τις αλήστου μνήμης που κολλούσαν στα σπιρτόκουτα, και τις άλλες που έδειχναν έναν πανευτυχή ναυτικό... με καμιά σαρανταριά ουρί του παραδείσου εξ δεξιών κι εξ ευωνύμων του, μπροστά του ένα τσουβάλι φίσκα ως επάνω καταπράσινα, κολλαριστά dollars, και μια πουράκλα σφηνωμένη ανάμεσα στα χείλη του.

Πάνε δέκα χρόνια που έχω φύγει από τα καράβια και φυσικό είναι ότι έχω χάσει… επεισόδια. Το τελευταίο που είχα ακούσει ήταν ότι αφελληνισμός των υπό ελληνική σημαία και ελληνικών συμφερόντων πλοίων σε ότι αφορούσε την σύνθεση των πληρωμάτων τους, συνεχιζόταν με γοργού ρυθμούς, οπότε προς τι οι πρόσφατες διαφημίσεις που καλούν τους Έλληνες νέους να στραφούν και πάλι προς το «ωραίον και επικερδές» επάγγελμα του ναυτικού, Κύριος οίδε.

Καλαίσθητη, ξε-καλαίσθητη, πάντως και τούτη η πιο πρόσφατη διαφήμιση ωραιοποιεί τα πράγματα και δε λέει ούτε τις μισές αλήθειες. Σούπερ βαποράρες –το οποίο είναι γεγονός, μιας και πράγματι σε μεγάλο βαθμό έχουν εκλείψει από την ποντοπόρα ναυτιλία οι κουϊμπέκες και οι σκυλοπνίχτες- με ένστολους αξιωματικούς του Ε.Ν. να ποζάρουν καμαρωτοί και με την απαραίτητη πίπα στηριγμένη ανάμεσα στις οδοντοστοιχίες τους μέσα στις state-of-the-art γέφυρες των εν λόγω σούπερ –όντως- πλοίων.

Οι μισθοί; Μάλλον θα πρέπει να είναι δελεαστικοί, όπως άλλωστε ήταν και στις μέρες μου, τουλάχιστον με βάση τους αντίστοιχους της στεριάς, αν και κανείς μισθός δεν είναι αρκετά μεγάλος ώστε να θεωρηθεί αποζημίωση ικανή για τους μήνες και τα χρόνια της ζωής σου που κυριολεκτικά αλέθει μαζί με τα απόνερα η προπέλα.

Πλοία εξοπλισμένα με όλα τα σύγχρονα μέσα ναυσιπλοΐας και γενικώς εκμετάλλευσης ενός εμπορικού σκάφους του 21ου αιώνα, εναρμονισμένα με τις επιταγές του IMO και της SOLAS, μόνο που κι εδώ η επιστήμη και η τεχνολογική εξέλιξη δεν μπαίνει στην υπηρεσία του ανθρώπου, γενικώς και αορίστως, αλλά σε εκείνη των εχόντων και των κατεχόντων, ήγουν των εφοπλιστών. Που θα πει πως, εκεί που κάποτε τα εμπορικά πλοία ταξίδευαν με πληρώματα που αριθμούσαν μέχρι και 45 μέλη, τα σύγχρονα ταξιδεύουν με 15, 12, ακόμη και 7 άτομα, αφού, στα χαρτιά τουλάχιστον, τα ηλεκτρονικά μαραφέτια κάνουν σχεδόν τα πάντα –μπορεί μέχρι και καφέ ακόμη να ψήνουν!!! Που με τη σειρά του σημαίνει πως, όσο μικρότερος ο αριθμός του πληρώματος, τόσο μεγαλύτερο το άγχος και το ψυχοπλάκωμα, γιατί, όπως και να το κάνουμε, τον ανθρώπινο παράγοντα με τίποτε δεν μπορούν να τον υποκαταστήσουν τα άψυχα μηχανήματα, όσο τεχνολογικά εξελιγμένα κι αν είναι. Δηλαδή, ύπνος με το ένα μάτι ανοιχτό.

Σύγχρονα πλοία, σύγχρονες λιμενικές εγκαταστάσεις, όπερ μεθερμηνευόμενο, χρόνος παραμονής του καραβιού στο πόρτο μετρημένος με το χρονόμετρο στην κυριολεξία, δηλαδή οι δυο και τρεις βδομάδες που μπορεί να την αράζαμε παλιότερα σε κάποιο λιμάνι, σήμερα έχουν γίνει… δυο και τρεις ώρες, κι αν το επόμενο ταξίδι είναι λογκάδο… να σας δώσω τα μέτρα μου για τον ζουρλομανδύα.

Αυτά ως προς το…ωραίον του επαγγέλματος, γιατί, ως προς το επικερδές του, ο νέος που, είτε από ανάγκη, είτε από επιλογή, θα θελήσει να γίνει ναυτικός, ας φροντίσει να μάθει πρώτα αν ισχύει το ίδιο καθεστώς που ίσχυε και επί των ημερών μου σε ότι αφορά τις μηνιαίες αποδοχές του, δηλαδή να αναγράφεται στη σύμβαση ένας μέτριος βασικός μισθός επιπέδου στεριάς (1000-1500 ευρώ π.χ.) και το υπόλοιπο ποσό (μέχρι τα 5000 ή 6000 ή 7000 ή και παραπάνω ευρώ που μπορεί να παίρνει στην πραγματικότητα), να αναφέρεται ως… δώρο (bonus) πλοιοκτητών!!!



Αλχημεία ολκής, ή… αξιοσημείωτη και ζηλευτή γενναιοδωρία εκ μέρους των εφοπλιστών; Για το δεύτερο, θα μπορούσα να γράψω βιβλίο ολόκληρο, κι ίσως το κάνω κάποια στιγμή, αν και, εκτός από συγγραφικό τάλαντο, χρειάζεται και έρευνα, και ακρίβεια ως προς την παράθεση των όποιων στοιχείων, μα πάνω απ’ όλα… τόλμη, και δεν ξέρω αν την διαθέτω αυτή την αρετή! Είναι λοιπόν το πρώτο που ισχύει εν προκειμένω: Πώς να πείσεις τον άλλο να πάει να δουλέψει στα καράβια απ’ τη μια, κι απ’ την άλλη να του δώσεις τρεις κι εξήντα σύνταξη, όταν θα έρθει η ώρα να «πιάσει» πια για τα καλά στεριά; Με 1000-1500 ευρώ το μήνα κανείς δεν είναι τρελός να πάει να θαλασσοπνίγεται δια βίου, στερώντας από τον εαυτό του μερικές από τις πιο στοιχειώδεις χαρές της ζωής, όπως π.χ. είναι η οικογένεια. Του δίνεις, λοιπόν, 6000 ή 7000 ευρώ (όλα σύμμεικτα και… σύχριστα) για να έρθει να δουλέψει στο παπόρο σου, όμως την αναγραφή στη σύμβαση του ποσού των 1000-1500 ευρώ σαν βασικό μισθό την κρατάς ως κόρην οφθαλμού, και του την πετάς στη μούρη, όταν θα φτάσει η στιγμή να βγει στη σύνταξη ο άμοιρος κι ο θαλασσοδαρμένος, αφού με βάση αυτόν τον απίθανο βασικό μισθό γίνεται ο υπολογισμός της σύνταξης που θα πάρεις! Φοβερή πατέντα, άκρως ελληνική Κι έχει κι αλλά ωραία in between το οικονομικό σκέλος της εξίσωσης, όμως χώρος δεν περισσεύει εδώ πέρα για να τα αναφέρουμε.

Σε στεριά είτε σε θάλασσα, οι σχέσεις μεταξύ εργοδοτών- εργαζομένων – από καταβολής τους ίσως- ποτέ δεν διέπονταν από τα στοιχεία της μπέσας και του δίκαιου. Μόνο που στη θάλασσα τα πράγματα είναι μάλλον πέντ’ έξι φορές χειρότερα απ’ ότι στη στεριά.

Εκεί γύρω στα 1998-1999 εμάς τους ασυρματιστές μας πέταξαν στου δρόμου την άκρη, μας αδίκησαν, που λέει και το τραγούδι. Μας είπαν, «Λυπούμεθα, κύριοι, αλλά σας έφαγαν στη στροφή η τεχνολογία και τα δορυφορικά τηλεπικοινωνιακά συστήματα. Αδειάστε μας τη γωνιά!» Με 17 χρόνια πραγματική θαλάσσια υπηρεσία, στα μισά της ζωής μου, πάνω δηλαδή που είχα μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ να δουλέψω περισσότερο, όχι μόνο για να βάλω κανένα φράγκο στην άκρη για τα στερνά μου, αλλά και περισσότερη θαλάσσια υπηρεσία στο φυλλάδιο για να βελτιώσω τις συνταξιοδοτικές αποδοχές μου, μου είπαν έτσι ξερά, «Πάρε δρόμο! Δεν έχει πια δουλειά για σένα!» Αντίθετα με τα όσα ισχύουν επί το πλείστον για τους στεριανούς εργαζόμενους όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με παρόμοιες καταστάσεις, στην περίπτωσή μας δεν «έπαιζαν» ούτε τα περί εθελουσίας εξόδου, ούτε τα περί αποζημιώσεων ούτε τίποτε!

Ευτυχώς που τα 17 χρόνια θαλάσσιας υπηρεσίας που είχα, μου εξασφάλιζαν το δικαίωμα για μειωμένη σύνταξη, γιατί αλλιώς… σήμερα θα πουλούσα τσατσάρες για να ζήσω. Σαν εν ενεργεία ασυρματιστής, στο τελευταίο μου μπάρκο έπαιρνα μισθό 800.000 δρχ το μήνα. Με το που κατέθεσα τα χαρτιά μου, μου έβγαλαν μια σύνταξη γύρω στις 130.000 δρχ. (κύρια συν επικουρική), κι ένα εφάπαξ γύρω στο 1.200.000 δρχ. το οποίο τους «έσκασα» όπως ήταν για να βελτιώσω κάπως την επικουρική που ήταν κυριολεκτικά πενταροδεκάρες!!! Ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσω επειδή είχα την «εξαιρετική τύχη» να υπηρετήσω επί 17 συναπτά έτη την κραταιά, όπως αρέσκεται να αυτοαποκαλείται ελληνική εμπορική ναυτιλία. Το μεγάλο «ευχαριστώ» των εφοπλιστών και του κράτους, (κυρίως του δεύτερου, αν αναλογιστεί κανείς πως σε καιρούς χαλεπούς το ναυτιλιακό συνάλλαγμα πανθομολογουμένως αποτελούσε στήριγμα για την ασαεί παραπαίουσα οικονομία μας).

Γι’ αυτό λέω στους νέους που σκέπτονται να ακολουθήσουν το ναυτικό επάγγελμα, πριν βγάλουν το φυλλάδιο, ας ρίξουν πρώτα μια ματιά πίσω από τη βιτρίνα, πίσω από τα τηλεοπτικά σποτάκια με τις βαποράρες με τις αεροδυναμικές κοψιές, τις γέφυρες που μοιάζουν με κέντρα ελέγχου εκτόξευσης πυραύλων και τους αξιωματικούς με τις ατσαλάκωτες στολές και τις… πίπες, γιατί η πραγματικότητα είναι μάλλον ζοφερή.



Ανδρέας Μιαούλης-Ένας πρώην Μαρκόνης