Σαν ναυτικός έχω πάει… και πού δεν έχω πάει!... Έτσι, νομίζω, δικαιούμαι κι εγώ να καταθέσω τη μαρτυρία μου πως, όντως, ο τόπος μας είναι ίσως από τους πιο ευλογημένους αυτού του πλανήτη. Σε μέρη τροπικά κι άλλα με κλίμα εύκρατο έχω βρεθεί (ακτές της Ιταλίας και της Ισπανίας από τη μέσα μεριά, τη μεσογειακή, γιατί απέξω… άστα να πάνε!) μα όσες φορές επιχείρησα...
να πάω για μπάνιο, μια σκέτη απογοήτευση: καρχαρίες, δίνες και ρουφήχτρες στα τροπικά, νερά μαύρα, κρύα κι αφιλόξενα στις ακρογιαλιές της Ισπανίας και της Ιταλίας, τουλάχιστον στα μέρη που έτυχε να επισκεφθώ. Οι δικές μας οι θάλασσες, σωστή ευλογία Θεού –σμαραγδένιες αγκαλιές, ήπιες και φιλόξενες, πηγή χαράς κι αγαλλίασης για τον κάθε λουόμενο, ημεδαπό κι αλλοδαπό.
Κι όσο για τα νησιά μας –κι όχι μόνο- πώς να συγκριθεί εκείνο το άχαρο ισπανικό μακρυνάρι (μια τεράστια, άδενδρη παραλία που απλώνεται μονότονα κι εγώ δεν ξέρω για πόσα μίλια, γαρνιρισμένη εκεί στην άκρη του νερού από μια ατέλειωτη σειρά ξενοδοχειακών συγκροτημάτων, πληκτικά πανομοιότυπων λες και το ένα αποτελεί κλώνο του άλλου), με τη δική τους μοναδική ομορφιά και γραφικότητα; Που θα πει πως, κανονικά, κάθε καλοκαίρι τα νησιά μας (κυρίως αυτά), θα έπρεπε να βουλιάζουν από τους τουρίστες. Φευ, όμως τα πράγματα μόνο έτσι δεν έχουν, και τους λόγους τους ξέρουμε όλοι μας.
Εκείνο που ίσως έχει σημασία να επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε, είναι πώς οι καλοκάγαθοι και αγνοί νησιώτες μας των δεκαετιών του ’50 και του ’60, μετατράπηκαν προϊόντος του χρόνου σε Νταβέληδες, Ντίλινγκερ κι Αλ Καπόνε. Η ειδοποιός διαφορά, σε ότι αφορά τη σύγκριση με τις άλλες χώρες της Λεκάνης που μας ανταγωνίζονται στον τομέα του τουρισμού, είναι μάλλον εξόφθαλμη. Στην Ισπανία, π.χ., μπαίνεις σ’ ένα ξενοδοχείο –χωρίς να είσαι πελάτης, ε;- γυρεύεις ένα ποτηράκι νερό, σου το δίνουν και σου λένε ΚΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ από πάνω! Ενώ στην Σαντορίνη, εκτός από τα ξινισμένα μούτρα, ενίοτε σου γυρεύουν να τους το πληρώσεις (έτσι έχω ακούσει), με τη δικαιολογία πως κι αυτοί το αγοράζουν!!!
Κι αυτή η φθίνουσα πορεία του τουρισμού μας δεν είναι κάτι πρόσφατο, αλλά έχει ξεκινήσει από δεκαετίες πριν. Σε κάποιο κυκλαδίτικο νησί τη δεκαετία του ’80, οι ιδιοκτήτες ενοικιαζόμενων σου γύρευαν χρήματα για να απλώσεις το sleeping-bag σου στον αυλόγυρό τους, με δικαίωμα χρήσης κάτι άθλιων εξωτερικών τουαλετών, και το αντίτιμο μόνο ευκαταφρόνητο δεν ήταν.
Σ’ ένα άλλο, με το που βγήκαμε από το καράβι, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια… αγέλη ιδιοκτητών ενοικιαζομένων, που είχαν ξαμοληθεί στην προβλήτα δίκην πεινασμένων λύκων, προς άγραν πελατείας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την περίπτωση μιας «κυρίας», που, ενώ την ρωτούσα πού θα έβρισκα να πιω λίγο νεράκι, εκείνη, αγνοώντας το απλό κι ανθρώπινο αίτημά μου, επέμενε να με ρωτάει αν ενδιαφερόμουν να νοικιάσω δωμάτιο. No room, no water!
Ποιοι αλήθεια οδήγησαν όλους αυτούς τους ανθρώπους σε τέτοια εξαχρείωση, και τον τουρισμό μας σε τέτοια κατάντια, τη στιγμή που, στα χαρτιά τουλάχιστον, αποτελεί ισχυρή πηγή εσόδων για τη χώρα;
Ποιοι επέτρεψαν σε ανθρώπους άξεστους κι απαίδευτους –αν μη τι άλλο ως προς τo ποια πρέπει κι επιβάλλεται να είναι η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τον τουρίστα/πελάτη- τη δημιουργία και τη διαχείριση τουριστικών μονάδων; Η ευθύνη αυτού του απίστευτου τυχοδιωκτισμού που πλασάρεται ως … στρατηγικός σχεδιασμός σε ότι αφορά την τουριστική μας βιομηχανία, ποιών τους ώμους πρέπει να βαραίνει;
Για να πάει καλύτερα ο τουρισμός μας θα πρέπει να γίνουν όχι απλώς βαθιές τομές, αλλά θα πρέπει να γίνει κοσμογονία! Να γκρεμιστούν όλα, και να χτιστούν από την αρχή, όμως πού κουράγια για τέτοιες εκ θεμελίων αλλαγές, κύριε Άρη μου, (κι όχι βεβαίως πως φταις εσύ για τα χάλια της τουριστικής μας –ο Θεός να την κάνει- βιομηχανίας).
Φαίνεται, η κατάρα που μας καταδυναστεύει και δεν μας αφήνει να δούμε άσπρη μέρα σαν λαός, συνοψίζεται σε δυο πράγματα, που το ένα αποτελεί φυσική συνέπεια του άλλου: Το ένα είναι πως βρίσκουμε πάντα τρόπους τα λάθη και τα στραβά μας να τα αναγάγουμε σε… αρετές της φυλής, και το άλλο πως – με τέτοια μυαλά- ποτέ δε βρίσκουμε τη διάθεση και το χρόνο να σταθούμε κριτικά απέναντι στους εαυτούς μας, ώστε να δούμε καθαρά πού χωλαίνουμε, για να μπορέσουμε να γίνουμε καλύτεροι.
Α. Μιαούλης