Από τον Ιούλιο του 2004 ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής ήξερε για το σκάνδαλο της Μονής Βατοπεδίου. Οι τρεις πρόεδροι των δικηγορικών συλλόγων της Θράκης, ο ένας στέλεχος της Ν.Δ. και οι άλλοι δύο προσκείμενοι στο ΠΑΣΟΚ, με μια επιστολή τους που κοινοποίησαν στο γραφείο του πρωθυπουργού, τον ενημέρωναν για τις παρανομίες και μάλιστα προειδοποιούσαν από τότε για τις ποινικές επιπτώσεις της όλης υπόθεσης.
Η επιστολή αυτή είχε σταλεί από τους προέδρους των δικηγορικών συλλόγων Ροδόπης, Αλεξανδρούπολης και Ξάνθης κ. Γιώργο Πεταλωτή, Ευάγγελο Λαμπάκη και Αθανάσιο Ξυνίδη στον υφυπουργό Οικονομικών Πέτρο Δούκα, επειδή όμως η υπόθεση είχε ήδη δρομολογηθεί αρνητικά, θεώρησαν αναγκαίο να την κοινοποιήσουν και να ενημερώσουν το ίδιο το γραφείο του πρωθυπουργού.
Αντίγραφο αυτής της επιστολής στον πρωθυπουργό, μαζί με έναν ογκώδη φάκελο της υπόθεσης με όλα τα στοιχεία από την πρώτη μέρα μέχρι σήμερα, ο κ. Ξυνίδης κατέθεσε χθες στον έναν από τους δύο εισαγγελείς Εφετών που κάνουν την έρευνα κατ εντολήν του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον Ηλία Κολιούση.
«Ο θεσμικός μας ρόλος επιβάλλει σε μας να φροντίζουμε και να προστατεύουμε τους υπηρεσιακούς παράγοντες από αποφάσεις που αφενός δημιουργούν αναστάτωση στον λαό της περιοχής και αφετέρου εκθέτουν σε κίνδυνο, με την παρανομία τους, τους αιρετούς εκπροσώπους μας» αναφερόταν στην επιστολή με ημερομηνία 14-7-2004, τέσσερις μόλις μήνες αφότου είχε ανέλθει στην εξουσία η Ν.Δ.
Καμιά απάντηση
Όμως το γραφείο του πρωθυπουργού αγνόησε εντελώς την υπεύθυνη αυτή θεσμική παρέμβαση. Και όχι μόνο δεν υπήρξε απάντηση, αλλά παράγοντες του γραφείου του πρωθυπουργού και του Μαξίμου και υπουργοί πρωτοστάτησαν στις μεθοδεύσεις ώστε να «χρυσώσουν» τη Μονή Βατοπεδίου με οικόπεδα και ακίνητα φιλέτα αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ σε μια σειρά προνομιακές περιοχές της χώρας, ανοίγοντας παράλληλα τον δρόμο ώστε να εκποιηθούν σε ιδιώτες σε βάρος της περιουσίας του Δημοσίου.
Οι τρεις πρόεδροι προειδοποιούσαν από τότε για ποινικές ευθύνες για μια σειρά λόγους:
Γιατί δεν λαμβανόταν υπόψη η γνωμοδότηση ήδη από το 2000 της ολομέλειας του νομικού συμβουλίου του κράτους ότι στη Μονή Βατοπεδίου ανήκε στην περιοχή της λίμνης Βιστωνίδας μια έκταση μικρότερη των 300 στρεμμάτων.
Γιατί, ενώ το υπουργείο Οικονομικών το 2003, εκπροσωπώντας το ελληνικό Δημόσιο στη δίκη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, που θα έκρινε για πρώτη φορά δικαστικά την κυριότητα των εκτάσεων, αρνήθηκε και αντέκρουσε τις απαιτήσεις της Μονής, η νέα πολιτική ηγεσία (ΝΔ) ακολουθούσε διαφορετική στάση.
Γιατί η νέα ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών τότε κατάργησε την εκκρεμή δίκη, παρόλο που υπήρχε συγκεκριμένη άρνηση του ελληνικού Δημοσίου να συναινέσει στις απαιτήσεις της Μονής.
Γιατί ακόμη ζημιωνόταν το ελληνικό Δημόσιο όχι μόνο επειδή αφαιρούνταν από αυτό δεκάδες χιλιάδες στρέμματα που του ανήκαν κατά κυριότητα αλλά και γιατί θα υποχρεωνόταν να καταβάλει αποζημιώσεις εκατομμυρίων ευρώ.
Αυτό που τονιζόταν ιδιαίτερα ήταν ότι το Δημόσιο ζημιωνόταν συνειδητά και απευθυνόταν η προειδοποίηση πως κανείς πλέον δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε κάποιες πτυχές του προβλήματος ή ότι υπήρχε έστω και η ελάχιστη πιθανότητα η Μονή Βατοπεδίου να έχει δίκιο.
Στο σημαντικό αυτό έγγραφο περιγραφόταν ακόμη πώς στήθηκε η σκανδαλώδης διεκδίκηση με ψεύτικους τίτλους, ψευδομάρτυρες κ.λ.π. ενώ τονιζόταν πως υπέρ του Δημοσίου είχε καταθέσει και ο έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Στις εκτάσεις που διεκδικούσε η Μονή, όπως αναφερόταν, περιλαμβάνονταν πράγματα που δεν μπορεί να είναι στην κυριότητα και την κατοχή κανενός, όπως λίμνη, εκβολές ποταμών, αρχαιολογικοί χώροι, κοινόχρηστες εκτάσεις. Επίσης στις εκτάσεις αυτές δεν είχε ασκήσει ποτέ οποιαδήποτε διακατοχική πράξη.