Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

«Είμαι ένα ΤΙΠΟΤΑ»

Ο τίτλος δείχνει αυτό που ακολουθεί και υποψιάζεται ο αναγνώστης. Είμαι από τους ανθρώπους, οι οποίοι περηφανεύονται για αυτό που δείχνουν να αισθάνονται σε στιγμές που πρέπει αυτό να γίνει ξεκάθαρο και κατανοητό. Οσο πλησιάζω τα 40άντα μου αμφιβάλλω αν έχω πετύχει κάτι από τους στόχους που έβαλα, κατά το κοινώς λεγόμενο τον πήχη. Ισως, να τον τοποθέτησα πολύ ψηλά, γιατί ώρες-ώρες νιώθω έντονα να εισβάλλουν στην ψυχολογία μου και να με κάνουν «κομμάτια» υπαρξιακά θέματα... Τον έβαλα όμως τόσο ψηλά που να μην μπορώ να τον πηδήξω;

Είναι ένα ερώτημα που απασχολεί τόσο εμένα, που χειρίζομαι αυτό το μπλογκ (σ.σ. πέρασε από διάφορες φάσεις για όσους το έχουν παρακολουθήσει), όσο και το alter ego, με το οποίο υπάρχει μία ας το πούμε σύσκεψη, πριν οτιδήποτε δημοσιευτεί μέσα από αυτό το βήμα... Κυρίως μας απασχολεί η πολιτική και οι προεκτάσεις της στην καθημερινότητα των πολιτών, με όσους ερχόμαστε σε επαφή και δεν είναι λίγες οι φορές που συμπίπτουμε σε κάποιο ζήτημα, έστω και αν ψηφίζουμε κάτι διαφορετικό.

Σε περίπου τρία χρόνια κλείνω τα 40α μου... Να ζήσω πρώτα έως τότε... Γιατί κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει... Αισθάνομαι ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια, που υποτίθεται ότι θα έθεταν τις βάσεις για έναν νέο άνθρωπο με πτυχίο ανώτατης σχολής και εργατικό, τώρα να θεωρεί ότι έχει κάνει αν όχι βήματα στη δουλειά του, αλλά καριέρα, να βρίσκομαι σε σημείο, που αν πχ. δεν πληρωθώ το μηνιάτικο, να μην ξέρω πού πατάω... Και δεν είμαι ο μοναδικός άνθρωπος σε αυτή τη χώρα. Και εδώ πιστεύω ότι έχουν την αφετηρία τους όλα τα δεινά που θεωρώ ότι με βασανίζουν και βάζουν το ερώτημα «τι έχω κάνει λάθος στη ζωή μου»...

Λίγα λόγια για εμένα, που ίσως κάποια στιγμή διαβάσατε κάποιο από τα κείμενά μου σε αυτό το μπλογκ. Γεννήθηκα από μάνα και πατέρα που κλήθηκαν να τα φέρουν εις πέρας σε ένα χωράφι επτά στρεμμάτων κάπου στον θεσσαλικό κάμπο. Στην αρχή ασχολούνταν με τα κηπευτικά, μετά με τα πρόβατα, στη συνέχεια και με μονάδα αγελάδων για να δίνουν τα γάλατα στις γνωστές πολυεθνικές της χώρας μας και παράλληλα, δεν άφηναν τα ζαρζαβατικά. Γερά χέρια τους γίναμε εγώ και ο αδερφός μου, αφενός για να ξεχρεωθούν τα κατά καιρούς χρέη προς την Αγροτική και κατά δεύτερον, για να ζήσουμε...

Με μεγάλωσαν με το σκεπτικό να φύγω από εκείνον τον τόπο και να βρω μια καλύτερη τύχη, μέσω του διαβάσματός μου... Είχαν όνειρα... Ποια; Αυτά που έχει ένας μέσος Ελληνας πατέρας και μάνα... Να τακτοποιηθώ στο Δημόσιο και να παντρευτώ, κάνοντας μια οικογένεια, η οποία θα ζει οπουδήποτε αλλού, εκτός από τον τόπο όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια και ζοριζόμουν μαζί τους... Ετσι, αρίστευα στο σχολείο και μάλιστα, δεν έδωσαν μία στα φροντιστήρια της περιοχής, προκειμένου να εισαχθώ στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, διότι ήθελα να αποδείξω ότι μπορώ να το κατορθώσω.

Και αυτό έγινε και μπήκα στη σχολή Αρχαιολογίας-Ιστορίας του Αριστοτελείου, ήταν η πρώτη μου επιλογή για δύο λόγους: α) Επρόκειτο για μιά σχολή όχι πολύ μακριά από τη γενέτειρά μου και β) θα εξασφάλιζε απασχόληση στη μέση εκπαίδευση, που ήθελαν οι δικοί μου. Για τον εαυτό μου κράταγα το μεγάλο ενδιαφέρον που είχε σε πολλά άλλα ζητήματα πέραν του πρακτικού και της καθημερινότητας... Βέβαια, περιττό να σας πω πως για να περάσω σε αυτήν, δόθηκε σκληρή μάχη με την οικογένεια, η οποία ήθελε αμιγώς Φιλολογία... Μάλιστα, όταν βγήκαν τα αποτελέσματα, οι δικοί μου έλεγαν, φουσκωμένοι από περηφάνεια, «πέρναγε γιατρός με τα μόρια που μάζεψε»!... Αυτό ήταν ένα άλλο κρυφό τους όνειρο...

Ομως, η ζωή τα έφερε έτσι --εδώ δεν μπορώ να περιγράψω άλλες πιο προσωπικές λεπτομέρειες-- που τελικά δεν ακολούθησα όσα απαιτούσε η επιλογή μου... Εργάστηκα τα καλοκαίρια δίπλα σε διάσημο αρχαιολόγο στον χώρο των ανασκαφών, ο οποίος μάλιστα διέκρινε και μία έφεση που είχα στη ζωγραφική. Κάποια στιγμή μου ανέθεσε να κάνω το σκίτσο, το τοπογραφικό, μιας ανασκαφής και σταδιακά μου έδωσε αρκετή δουλειά από τον αρχαιολογικό χώρο... Μάλιστα, όταν ήρθε στην επιφάνεια ένα εύρημα, εικαζόταν μουσικό όργανο, μ΄έβαλε να το «ζωγραφίσω» και την επομένη η δουλειά δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ, χωρίς φυσικά το όνομά μου... Εκλαμβανόταν ως συλλογική εργασία! Τι ήμουν άλλωστε εγώ...

Στο διά ταύτα, έμαθα πως για να προχωρήσω περισσότερο στον συγκεκριμένο κλάδο έπρεπε πρώτα να έχω υπομονή, μετά γερό κομπόδεμα για να αντεξω χειμώνες ανεργίας και τρίτον να σπουδάσω σε ΤΕΙ ( !) το γνωστικό αντικείμενο που θα μ΄έκανε να ξεχωρίσω... ΄Η διαφορετικά να φύγω στο εξωτερικό... Οταν θα τελείωνα όλα αυτά; Οπως μου αφέθηκε να καταλάβω θα έπρεπε να γίνω ας το μπούμε συμβασιούχος και αν είχα κάποιο Μέσο, ίσως βρισκόταν κάτι και πάλι εποχιακό. Μην ξεχνάμε βέβαια, ότι «εργαζόμουν» δίπλα σε καθηγητάρα... Αυτά ήταν τα ορατά που έπρεπε να κάνω. Κανείς δεν ξέρει στη συνέχεια, τι άλλες περιπέτειες θα περίμεναν ένα αγροτόπαιδο, μιας κατώτερης κοινωνικά τάξης, ειδικά για αυτόν τον επαγγελματικό κλάδο...

Οι γονείς; Σκληροί... Εμείς κάναμε το καθήκον μας, σε σπουδάσαμε... Δεν έχει άλλα, διότι δεν υπάρχουν, θέλουμε και εμείς να ζήσουμε... Βρες τι θα κάνεις... Τι έκανα; Γράφτηκα στην επετηρίδα για εκπαιδευτικός, μάταιο εκ των προτέρων... Εψαξα για δουλειά στη Θεσσαλονίκη, δεν βρήκα στο χρονικό περιθώριο που χρειαζόταν για να μπορέσω να πληρώνω όλα μου τα έξοδα και αποφάσισα και λόγω προσωπικών προβλημάτων, να φύγω. Κατέβηκα στην Αθήνα. Μια πόλη που δεν μου άρεσε να ζήσω, αλλά --όπως έλεγαν όλοι-- δίνει ευκαιρίες. Είναι η πρωτεύουσα, εδώ χτυπά η καρδιά της Ελλάδας.

Με πτυχίο στα χέρια και γνωρίζοντας μία γλώσσα αρκετά καλά, άρχισα να ψάχνω για δουλειά, για να βγάζω τα προς το ζειν, μέχρι να δω τι θα κάνω. Πρώτη μου δουλειά ταμίας σε πολυκατάστημα, το οποίο λίγα χρόνια αργότερα έκλεισε, μετά επιμέλεια εκδόσεων, στη συνέχεια εργασία σε μπαρ... Ηταν η εποχή που σταμάτησα να θεωρώ πως μπορώ να περιμένω διορισμό στο Δημόσιο, κάνοντας παραδουλειές και φροντιστήρια. Αρχισα να ξαναψάχνω το θέμα του ΤΕΙ -σχετικό με την αρχαιολογία-- ή κάποιας άλλης σχολής. Κατέληξα στη δεύτερη επιλογή.

Με κατατακτήριες και δουλεύοντας νύχτες, πέρασα στα ΜΜΕ και Επικοινωνίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών... Παράλληλα, άρχισα να αναζητώ δουλειά στα μέσα ενημέρωσης. Ξεκίνησα από το ΚΛΙΚ και μετά πέρασα στις εφημερίδες. Ηταν κάποιες του δεξιού χώρου που άνοιγαν και έτσι βρέθηκα στο ρεπορτάζ... Λάμβανα επαίνους αλλά ποτέ φράγκο... Ημουν για δυσκολες αποστολές, για να μάθω λέει καλύτερα τη δουλειά... Πάλι ούτε φράγκο... Σταδιακά την έμαθα την κωλοδουλειά και πως να γράφω την είδηση, να ψάχνω την είδηση και άλλες λεπτομέρειες που κάνουν ένα «καλό» δημοσιογράφο...

Ταυτόχρονα, είδα και πολλά άλλα... Πράγματα, που προσωπικά δεν με τράβηξαν κα αποφάσισα να τραβήξω τον δικό μου δρόμο... Πίστευα πως κάποτε θα αναγνωριζόταν ότι είμαι ένα εργατικό άτομο, με όρεξη και ανησυχίες, χωρίς καρφώματα και βίζιτες, χωρίς να προέρχομαι από κάποιο δημοσιογραφικό τζάκι, χωρίς να ανήκω στην «καλή κοινωνία», χωρίς να έχω το επονομαζόμενο ΜΕΣΟΝ. Πίστευα σε εμένα και στις ικανότητές μου, να βρίσκω λύσεις σε δύσκολες στιγμές, να εργάζομαι και παραπάνω από όσο θέλει ο κανόνας, αν υπάρχει...

Είμαι στη δημοσιογραφία από το 1995. Σήμερα εργάζομαι σε ειδησεογραφική ιστοσελίδα και προς το παρόν έχω δουλειά, την οποία επί της ουσίας δεν θέλω... Γιατί; Πρώτον δεν αμοίβομαι, όπως γίνεται σε άλλες χώρες, για όσα παρέχω και για τις ατέλειωτες ώρες που εργάζομαι... Δεύτερον ασφαλίζομαι στο ΙΚΑ ως ιδιωτικός υπάλληλος, γιατι η ΕΣΗΕΑ δεν αναγνωρίζει την ηλεκτρονική δημοσιογραφία-εκτός αν είσαι ήδη μέλος... Τρίτον, δεν περιμένω μεταγραφή, γιατί έχω καταλάβει ότι όλοι εργάζονται με κλίκες και επιπλέον, η δουλειά μου δεν φαίνεται πουθενά, διότι δεν επιτρέπεται να την υπογράφω... Τέταρτον, δεν μπορώ να πάρω την αποζημίωσή μου εάν παραιτηθώ για την προϋπηρεσία μου και είναι αρκετά τα χρονάκια... Και πέμπτον, δεν έχω διέξοδο για να κάνω οτιδήποτε άλλο...

Νιώθω ότι είμαι ένα ΤΙΠΟΤΑ. Δεν βγάζω με αυτήν τη δουλειά, η οποία θεωρείται μαστ, μία βίλα, μία μερσέντες και εξοχικά. Ωστόσο, αρκετοί με σέβονται λόγω αυτής. Ισως γιατί θεωρούν ότι έχω πιάσει την καλή, όπως συνηθίζουν να λένε για όσους ασχολούνται με τα ΜΜΕ... Δεν νομίζω ότι με προσέχουν για κάτι άλλο. Γιατί όσοι δεν με ξέρουν, πχ. ρίχνουν τα βρωμόνερά τους στο μπαλκόνι μου, καταστρέφοντας τα φυτά μου, και τινάζουν τις κουρελούδες τους ενώ τρώω στο τραπέζι του ΙΚΕΑ... Αν ήξεραν, μπορεί να με αντιμετώπιζαν διαφορετικά...

Οταν βρέθηκα στην ανεργία, αρκετοί από αυτούς που έλεγαν ότι τους άρεσαν τα κείμενά μου, δεν έβρισκαν δουλειά για εμένα όταν τους ζήτησα κάτι, για να ανταπεξέλθω στην καθημερινότητά μου... Αλλοι μου υποσχέθηκαν διπλάσια ψίχουλα, χωρίς να προσδιορίζουν ωράρια και εργασιακές συνθήκες, την ώρα μάλιστα που έβαζαν σε διευθυντικές θέσεις ανθρώπους που δεν ήξεραν να βάλουν την υπογραφή τους και τους έγραφα τα ρεπορτάζ τους... Εκεί, έμαθα ότι υπάρχουν και τα κόμματα εκτός από τα τζάκια... Πού πας Καραμήτρο, σκέφτηκα, αλλά συνέχισα...

Υπάρχει ένα μικρό μυστικό που σώζει, σε όλες τις δουλειές... Ο χτίστης... Αν είσαι τέτοιος, επιβιώνεις... Αυτοί που τους έχουν ανάγκη, τους τέτοιους δηλαδή, είναι όλοι οι «γυαλισμένοι» --αυτοί που λαμποκοπούν από «καθαριότητα» σαν να τους έχουν λουστράρει, αλλιώς λουστραρισμένοι-- όσοι το παίζουν ότι γνωρίζουν τα πάντα, ενώ ξέρουν τα ελάχιστα και όσοι είναι ρουφιάνοι του αφεντικού... Επίσης, είναι οι γεννημένοι διευθυντές λόγω τάξης ή τζακιού ή κόμματος... Κάποιος επομένως πρέπει να βγάλει τη δουλειά... Ετσι, το «χαμηλό» προσωπικό επιβιώνει, χωρίς να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις... Πχ. να παίρνει πίπες (για άντρες και γυναίκες), να γλύφει και πολλά άλλα... Είναι όμως η πολλή δουλειά λύση;

Οχι, βέβαια... Και το ξέρεις... Αλλά το κάνεις... Παίζεις κανένα στοίχημα, ελπίζεις σε κανένα «συμβόλαιο» που δεν σ΄έχει ξεχάσει... Ομως, όλοι σε ξεχνούν... Γιατί κάποιοι άλλοι έδωσαν «αγώνα» για το κόμμα και πρέπει να τακτοποιήσουν ρουσφέτια και τρέντι πίπολ, όταν τοποθετηθούν στα μέσα, γιατί άλλοι βρέθηκαν σε θέσεις επειδή βολεύουν με το ΟΚ τους και τα αφεντικά με τη... βλακεία τους (είναι οι ΄΄γιεσμεν΄΄), γιατί άλλοι δεν αφήνουν δημόσια σχέση για δημόσια σχέση, γιατί άλλοι δηλώνουν πρόθυμοι για όλα...

Νιώθω λοιπόν ένα τίποτα... Γιατί όταν και στα 40α σου δεν βγάζεις λεφτά, είσαι μηδενικό... Πώς αλλιώς να σκεφτείς; Οπως λέει και το ανέκδοτο... «από σύστημα πάμε καλά, από πουτάνες τι κάνουμε»; Και επιπλέον αρχίζεις να «καταλαβαίνεις» ότι οι «άλλοι, για να βρίσκονται εκεί που είναι, ίσως γνωρίζουν κάτι παραπάνω από εσένα»... Τό ΄πιασες το νόημα, φίλε; Και εδώ σε θέλω... Τα εγκαταλείπεις όλα και φυτεύεις ραπανάκια για την όρεξη ή επιμένεις;

Αλλά και σε τι να επιμείνεις με τόσα παιχνίδια και παιχνιδάκια γύρω σου; Τελευταία έχω κόψει και την τηλεόραση, διότι πιστεύω ότι δεν υπάρχει είδηση που να μην εξυπηρετεί σκοπιμότητα. Τους παρακολουθώ και τους ακούω μόνο όταν εργάζομαι για την ιστοσελίδα και το αφεντικό μου, επειδή πρέπει να «δημοσιογραφώ» και συνεπώς να ζήσω από αυτή η δουλειά. Και ειδικά όταν δεν πίνεις το «τρελό νερό» και δεν είσαι σαν και δαύτους, κάτι πρέπει να γίνει. Και ερωτώ: Τίμια πολλά λεφτά με τίμιο τρόπο γίνεται να βγάλεις; Γιατί μόνο ο λεφτάς στην Ελλάδα θεωρείται πετυχημένος... Μάλλον δύσκολο...

Παρόλα αυτά, «με λένε Ελενα και είμαι καλά»...

Υ.Γ.: Στη δημοσιογραφία όσοι καταγγέλλουν τα κακώς κείμενα ή διαμαρτύρονται για τις συνθήκες δουλειάς αντιμετωπίζονται από τους εκδότες σαν να θέλουν ψυχίατρο... Εγώ πάντως εξετάστηκα και δεν έχω κανένα πρόβλημα...

goreportgr@gmail.com