Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008

Obama: To Τέλος Μιας Εποχής;


Το 1442, οι πρώτοι Πορτουγέζοι εξερευνητές που πάτησαν πόδι στην αφρικανική ήπειρο γυρεύοντας ψήγματα χρυσού, επιστρέφοντας στην Πορτογαλία πήραν μαζί τους και πέντ’ έξι Αφρικανούς έτσι, να τους… βρίσκονται. Σαράντα χρόνια αργότερα στις ακτές της Γουινέας δημιουργούσαν τον πρώτο εμπορικό σταθμό, την Elmina, ο οποίος, προϊόντος του χρόνου, έμελε να χρησιμοποιηθεί κι από τους Ολλανδούς, τους Άγγλους κ.λ.π.

Ήταν η απαρχή της «χρυσής εποχής» του δουλεμπορίου. Οι φυτείες στις αποικίες τόσο της Βόρειας, όσο και της Νότιας Αμερικής (Νέος Κόσμος), αλλά και των νησιών της Καραϊβικής με τις πλούσιες πλην ευπαθείς σοδειές απαιτούσαν εργατικά χέρια –καλλιεργητές που θα κοψομεσιάζονταν από το χάραμα ως το δείλι, με μόνη ανταμοιβή το λίγο φαγητό που θα απαιτούνταν ίσα για κρατιούνται στη ζωή. Οι ιθαγενείς ινδιάνοι δεν προσέφεραν την ιδανική λύση, αφού, όσοι δεν αποδεκατίζονταν από τις μεταδοτικές αρρώστιες που είχαν κουβαλήσει μαζί τους οι Ευρωπαίοι κονκισταδόροι και τυχοδιώκτες, την κοπανούσαν και κρύβονταν, έτσι όπως γνώριζαν καλά τα κατατόπια των πατρίδων τους.

Έτσι, το «φοβερό» αυτό «κενό» ήρθαν να καλύψουν οι φουκαράδες οι Αφρικανοί που μεταφέρονταν δέσμιοι σαν αγρίμια στη Β. και τη Νότια Αμερική και τα νησιά της Καραϊβικής. Το 1619 στη Β. Αμερική υπήρχαν ήδη 1 εκατομμύριο σκλάβοι. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά: Από τον Αβραάμ Λίνκολν και τον Αμερικάνικο Εμφύλιο, μέχρι τα γεγονότα του 1963 στο Birmingham της Alabama, τον Martin Luther King, τον Malcolm X, και αργότερα το Nation Of Islam των Wallace Fard Muhammad και Luis Farrakhan –απέλπιδες προσπάθειες για την χειραφέτηση των Μαύρων της Βορείου κατά κύριο λόγο Αμερικής, που όλο πλήρωναν και ξαναπλήρωναν το τίμημα του ότι κάποιοι… θεοσεβούμενοι επιτήδειοι είχαν κουβαλήσει αλυσοδεμένους πριν από αιώνες του προγόνους τους στην και έτσι αποκαλούμενη Promised Land, και ξεχρεωμό δεν είχαν, (και, μεταξύ μας, εξακολουθούν να μην έχουν).

Διότι, «Εντάξει, κύριε, εγώ κυνήγησα τον προπάππο σου, του φόρεσα τα βραχιόλια και τον έφερα να δουλέψει μέχρι εξόντωσης στις φυτείες μου, όμως κι εκείνος γιατί μου κάθισε; Γιατί δεν την <έκανε>, σκαρφαλώνοντας σε κανένα δένδρο, ή τρυπώνοντας τέλος πάντων σε κανένα λαγούμι; Κι ύστερα, όταν ξεζούμισα γενιές ολόκληρες από τους δικούς σου, κι έκρινα ότι πια ίσως και να μην σας χρειαζόμουν άλλο, γιατί επέμεινες να χαλάς την αισθητική μου με τη μαυρίλα σου, και δεν ακολούθησες τη συμβουλή μου να μου αδειάσεις τη γωνιά, μεταναστεύοντας στο κράτος-καρικατούρα που σου είχα ετοιμάσει στη Μαύρη Ήπειρο, τη Λιβερία; Κι όχι μονάχα στύλωσες τα πόδια και δεν έκανες ρούπι _εκτός ίσως από ελάχιστους αφελείς που άνοιξαν πανιά για την <καινούρια πατρίδα>-, αλλά άρχισες να μου σπέρνεις κι απογόνους με το τσουβάλι, αντίχριστε! Κι ύστερα μου λες πως σου φταίει η Ku Klux Klan!»

Κακά τα ψέματα, ο ρατσισμός είναι στη φύση του ανθρώπου, όμως το πόσο έντονα εκδηλώνεται σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, είναι καθαρά θέμα αντικειμενικών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών. Η Β. Αμερική αποικήθηκε από λογής-λογής εθνότητες- ανθρώπους επί το πλείστον κατατρεγμένους και αποδιωγμένους από τους τόπους καταγωγής τους, που ωστόσο στη συγκρότησή τους σαν ομάδες με διαφορετικές εθνικές, θρησκευτικές και πολιτιστικές καταβολές, αντιμετώπιζαν εχθρικά η μια την άλλη. Η ιδέα του «χωνευτηριού», αν και εν πολλοίς λειτουργούσε κι ωθούσε προς τα εμπρός το νεοσύστατο κράτος (μια ομοσπονδία πολιτειών στην ουσία), με αλματώδεις ρυθμούς, από την άλλη δεν κατάφερνε να επιλύει με την ίδια επιτυχία τις διαφορές που υπήρχαν ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες με διαφορετικές εθνικές και άλλες καταβολές, με αποτέλεσμα οι εκδηλώσεις ρατσισμού να είναι (ακόμη και σήμερα) στην ημερήσια διάταξη. Διακόσια τριάντα δυο χρόνια μετά την υπογραφή της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, η διαδικασία για την απόκτηση μιας κοινής εθνικής συνείδησης βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Όπως και να έχει όμως, τα μεγαλύτερα θύματα αυτού του απροκάλυπτου μερικές φορές ρατσισμού ήταν και εξακολουθούν σε μεγάλο βαθμό να είναι οι Αφροαμερικανοί, οι πρόγονοι των οποίων –κι εδώ είναι η ειρωνεία του πράγματος- ήταν οι ΜΟΝΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΕΠΙΛΕΞΕΙ ΟΙΚΕΙΑ ΒΟΥΛΗΣΕΙ να μεταναστεύσουν στο Νέο Κόσμο προς αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρας. Κι εδώ πάλι δεν πρόκειται για τους «κακούς» ρατσιστές του αμερικάνικου Νότου, και τους «καλούς» φιλελεύθερους του αμερικάνικου Βορρά. Μια Αφροαμερικανίδα που δούλευε στην εδώ Αμερικάνικη Πρεσβεία μου είχε πει πριν χρόνια, «Προτιμώ χίλιες φορές τον απροκάλυπτο ρατσισμό του Νότου από τον συγκαλυμμένο του Βορρά. Αν βρεθώ στην Αλαμπάμα, π.χ., ξέρω πώς να κινηθώ, και τι να αποφύγω. Αντιμέτωπη όμως με έναν φιλελεύθερο και politically correct Νεοϋορκέζο, χάνω τον μπούσουλα, γιατί, ενώ μπροστά μου μπορεί να είναι όλο χαρούλες , και <όλοι το ίδιο είμαστε, σε τούτον τον κοσμάκη>, με το που θα του γυρίσω την πλάτη, δεν αποκλείεται να αρχίσει να κάνει γκριμάτσες, και τάχα ότι ξύνει τις μασχάλες του, κατά το ίδιον των μαϊμούδων».

Οι συνέπειες της ρατσιστικής αντιμετώπισης των Αφροαμερικανών είναι κατά πολύ πιο δραματικές και σύνθετες απ’ όσο μπορεί να χωρέσει ο ανθρώπινος νους. Υπάρχει ένα βιβλίο, κλασσικό στο είδος του, το Black Boy, του Richard Wright, το οποίο με τρόπο γλαφυρό, καταφέρνει να φωτίσει τις πιο δυσδιάκριτες πτυχές του όλου προβλήματος. Βέβαια το βιβλίο γράφτηκε το 1945, και ίσως πολλά να έχουν αλλάξει από τότε, ωστόσο πιστεύω ότι παραμένει ακόμη επίκαιρο σε ότι αφορά την προσέγγιση και την κατανόηση της ψυχοσύνθεσης του ατόμου που, είτε συγκαλυμμένα, είτε απροκάλυπτα, δεν γίνεται αποδεκτό από τους συνανθρώπους του, μόνο και μόνο εξαιτίας του χρώματος του δέρματός του.

Μέσα από την αυτοβιογραφική γραφή του ο Wright αφήνει να φανεί πώς ο ρατσισμός των λευκών στο τέλος φτάνει να μολύνει και τα ίδια τα θύματά του, υπονομεύοντας την αυτοεκτίμηση και τον αυτοσεβασμό τους, πείθοντάς-τα ότι είναι πλάσματα ενός κατώτερου Θεού, καταδικασμένα να ζουν στο περιθώριο, δίχως καμιά ελπίδα για κοινωνική ή επαγγελματική καταξίωση, με μόνο διέξοδο είτε την εσωστρέφεια και τον ψυχικό μαρασμό, είτε τη στροφή τους στο έγκλημα. Μπορεί να ηχεί αφελές, όμως έχω την υποψία πως ένας νέγρος εγκληματίας διαφέρει κατά τούτο από έναν λευκό, τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις: ενώ ο τελευταίος καταφεύγει στην παρανομία είτε από ανάγκη, είτε από επιλογή, ο πρώτος το κάνει έχοντας την αίσθηση –ή την ψευδαίσθηση, αν θέλετε- πως με αυτόν τον τρόπο αντιστέκεται σ’ ένα σύστημα που τον θέλει καθυποταγμένο και περιθωριοποιημένο.

Δεν ξέρω τι μπορεί να σημαίνει η νίκη του Ομπάμα στις αμερικάνικες εκλογές. Ακόμη και οι πιο αδαείς και άσχετοι εκτός Αμερικής , κρατούν μικρό καλάθι, και μάλλον καλά κάνουν. Το γεγονός όμως ότι ίσως για πρώτη φορά στα χρονικά των αμερικάνικων εκλογικών αναμετρήσεων ψήφισαν τόσοι πολλοί νέοι και μάλιστα φανατικά υπέρ του Αφροαμερικανού υποψήφιου, μπορεί και να σημαίνει το τέλος μιας –άσχημης- εποχής, και τον εξανθρωπισμό της αμερικάνικης κοινωνίας. Μπορεί… Μακάρι!

Α. Μιαούλης