Ήμουνα νιος και γέρασα… Κι επειδή έχω βαρεθεί πια να ακούω τα ίδια και τα ίδια, γύρω από το «καυτό» –εδώ και τριάντα πέντε χρόνια τώρα!!!- ζήτημα των «γνωστών, αγνώστων», θα ήθελα να διατυπώσω κι εγώ κάποιες σκέψεις, κι άλλα τόσα ερωτηματικά γύρω απ’ αυτό. Στο κάτω-κάτω της γραφής, αν κρίνει κανείς από τον τρόπο και τη «σοβαρότητα» που προβάλουν και προσπαθούν να αναλύσουν το όλο ζήτημα τα ηλεκτρονικά κυρίως ΜΜΕ, (με τους διάφορους απίθανους μπουμπούκους, χερι-χεράκηδες, Πρέκες και δεν συμμαζεύεται που έχουν περίπου βγάλει ρίζες στα διάφορα τηλεοπτικά παράθυρα, και λένε ό,τι τους κατέβει στο κεφάλι, αφού έτσι κι αλλιώς το ζητούμενο δεν είναι η καλύτερη κατανόηση του προβλήματος, αλλά το τζέρτζελο, και κατ’ επέκταση οι υψηλές τηλεθεάσεις), ακόμη κι ένα παιδάκι τριών χρόνων αν κληθεί να καταθέσει την άποψή του, δεν αποκλείεται να πει πιο σωστά πράγματα απ’ αυτά που ακούγονται.
Φαίνεται, λοιπόν πως αυτοί οι «γνωστοί, άγνωστοι» έχουν βρει το ελιξίριο της νιότης αφού, από τη Μεταπολίτευση και μετά, δεν έχουν λείψει από καμιά διαδήλωση από τις εκατοντάδες που έχουν γίνει από τότε στο κέντρο της πρωτεύουσας, αλλά και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Είναι βαλτοί; Είναι άνθρωποι ανεγκέφαλοι και ψυχικά ανισσόροποι που πιστεύουν πραγματικά πως, ρημάζοντας με ρόπαλα και βαριοπούλες, το βιος του κάθε φουκαρά, καταφέρνουν καίρια πλήγματα στην εκάστοτε εξουσία; Τρέχα γύρευε, αν και λίγη σημασία έχει. Εκείνο που «μετράει», είναι πως τελικά αυτοί οι «γνωστοί, άγνωστοι» είναι βούτυρο στο ψωμί της εκάστοτε εξουσίας. Κι αν δεν υπήρχαν, θα τους είχαν εφεύρει (αν δεν το έχουν κάνει ήδη).
Τα πράγματα είναι απλά: οι άνθρωποι, (είτε μαθητές είναι, είτε φοιτητές, είτε εργαζόμενοι ή συνταξιούχοι), διαδηλώνουν γιατί έχουν κάποια αιτήματα, κι όχι γιατί δεν έχουν τίποτε καλύτερο να κάνουν. Και το κάνουν σε μια προσπάθεια να ευαισθητοποιηθούν οι κρατούντες και να δώσουν κάποιες απαντήσεις, ή να βρουν κάποιες λύσεις στα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Και βεβαίως, το μόνο που δεν θέλει η εκάστοτε εξουσία –είτε λόγω σκοπιμοτήτων, είτε λόγω ανημπόριας- είναι να δώσει λύσεις στα προβλήματα που ταλανίζουν τις διάφορες κοινωνικές ομάδες, γιατί διαφορετικά θα το έκανε, χωρίς να αναγκάζει τον κόσμο να κατεβαίνει στους δρόμους. Υπ’ αυτή την έννοια, η κάθε μορφής διαδηλώσεις και κοινωνικές διαμαρτυρίες, είναι αγκάθι στις γυμνές πατούσες (της εκάστοτε εξουσίας), και εύλογο είναι πως δεν τις θέλει με τίποτε και, πως σε τέτοιες περιπτώσεις, το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να διώξει με κάθε τρόπο τον κόσμο που διαμαρτύρεται ή διαδηλώνει για κάτι από τους δρόμους.
Κάθε φορά που οι πολιτικοί, και μάλιστα εκείνοι της κυβερνώσας παράταξης, αρλουμπολογούν, μιλώντας τάχα μου για το δημοκρατικό δικαίωμα του κάθε πολίτη να διαδηλώνει, αρκεί να το κάνει ειρηνικά και χωρίς να ενοχλεί τον διπλανό του, ψεύδονται ασύστολα, γιατί ακριβώς το χειρότερο που θα μπορούσε να τους προκύψει θα ήταν μια ειρηνική διαδήλωση. Γιατί, μια ειρηνική διαδήλωση, που θα της επιτρεπόταν να εξελιχθεί απρόσκοπτα, ανάλογα με τη σοβαρότητα των αιτημάτων που θα πρότασσε, θα μπορούσε να κρατήσει για μέρες, να μαζικοποιηθεί και στην πορεία να αποκτήσει τέτοια δυναμική, που οι κρατούντες είτε θα αναγκάζονταν να δώσουν λύσεις, είτε θα έτρεχαν να κρυφτούν.
Ειδικά αυτούς τους τελευταίους δυο μήνες, και μετά τα όσα είχαν προηγηθεί, (Ρουσόπουλοι, Βατοπαίδια, Ευφραίμηδες, σελέμηδες κ.λ.π.), ακόμη και οι παππούδες μας και οι γιαγιάδες μας θα ήταν εν δυνάμει διαδηλωτές αρκεί… αρκεί βεβαίως να μην υπήρχε ο «φόβος των εκτρόπων». Ένεκα που ο φόβος φυλάει τα έρμα!
Κι αυτό νομίζω δίνει το δικαίωμα στον καθένα να σκέφτεται πως τα έκτροπα αποτελούν πολύτιμο εργαλείο στα χέρια της εκάστοτε εξουσίας. Οι κρατούντες με την πατέντα των εκτρόπων πετυχαίνουν μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια : αφενός καταφέρνουν να τρομοκρατήσουν την πλειοψηφία των διαδηλωτών διώχνοντάς τους από τους δρόμους, αφετέρου να επικεντρώνουν το δημόσιο διάλογο στα «έκτροπα», σε σημείο που κανείς πια από τους τηλεπαραθυράτους (είτε πολιτικοί είναι, είτε διάφοροι τοκιστές, σουλατσαδόροι και ειδήμονες επί παντός του επιστητού), να μην λέει ούτε μισή κουβέντα για την ταμπακέρα, δηλαδή για τους λόγους που ανάγκασαν την άλφα ή τη βήτα κοινωνική ομάδα να κατέβει στους δρόμους. Τι πιο θεσπέσιο, τι πιο ιδανικό, (για τους κρατούντες φυσικά).
Γιατί, λέει, δεν πιάνει η Αστυνομία τους «γνωστούς, άγνωστους»; Τι λέτε, ρε παιδιά; Τρελαθήκατε; Και τι θα απογίνει η εξουσία χωρίς βαρβάρους; Ποιος θα κάνει την βρωμοδουλειά; Να βγάλουν τα ματάκια τους, με τα ίδια τα χεράκια τους; Γι’ αυτό γινόμαστε μάρτυρες του εξής παράδοξου και «δυσεξήγητου» φαινομένου: σε κάποια σημεία της πόλης να καίγεται ο κόσμος, και οι άνδρες των ειδικών δυνάμεων να παρακολουθούν, τρώγοντας πασατέμπο, τη στιγμή που λίγο πιο πέρα πέντ’ έξι μαγκαλαράδες και με πλήρη εξάρτηση συνάδελφοί τους την «πέφτουν» σε καμιά κοπελίτσα που, λόγω σωματοδομής και μυικής δύναμης, ούτε πέτρα δεν αντέχει να σηκώσει.
Κι αντίθετα με αυτά που θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε, οι άνδρες των ειδικών δυνάμεων ποτέ δεν ενεργούν αυθόρμητα, ωθούμενοι από τα κακούργα και απάνθρωπα ένστικτά τους (που ασφαλώς σε ορισμένους απ’ αυτούς υπάρχουν, και εκδηλώνονται, όμως μόνο στο βαθμό που ξέρουν εκ προιομίου πως έχουν το γάιδαρό τους δεμένο, και πως δεν πρόκειται να τους πειράξει κανείς), ή επειδή «είναι κι αυτοί νέα παιδιά και βράζει το αίμα τους». Οι άνδρες των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας ενεργούν πάντα στη βάση άνωθεν εντολών, γιατί διαφορετικά δεν θα ήταν τρελοί να ρισκάρουν τον επιούσιό τους. Και είναι πραγματικά να ξερνάς καλαπόδια κάθε φορά που οι τηλεβρυκόλακες στριμώχνουν κάποιον φουκαρά συνδικαλιστή αστυνομικό και δήθεν τον περνούν από ανάκριση τρίτου βαθμού, τη στιγμή που ο πολιτικός του προϊστάμενος τρώει το χαβιαράκι του, προσκεκλημένος σε καμιά εκδήλωση για τη σωτηρία της μεσογειακής ακρίδας.
Ακόμη κι αυτά τα περιστατικά όπου ΜΑΤατζήδες πιάνουν και λειώνουν στο ξύλο ανθρώπους που είτε καμιά σχέση δεν έχουν με κάποια υπό εξέλιξη διαδήλωση, είτε διαδηλώνουν ήσυχα και χωρίς να πειράζουν άνθρωπο (περίπτωση ζαρντινιέρας), μόνο τυχαία δεν είναι. Με τέτοιες πρακτικές η εξουσία στέλνει σαφές μήνυμα στον απλό άνθρωπο, «Κακομοίρη μου, όταν γίνονται διαδηλώσεις, μην κατεβαίνεις στο κέντρο, ούτε καν αν επείγεσαι να πας στον γιατρό, γιατί δεν ξέρεις τι κακό μπορεί να σε βρει!»
Α. Μιαούλης