Ήθελα από καιρό να γράψω για τη Μήδεια, μια από τις αγαπημένες μου τραγωδίες και ίσως η πιο αγαπημένη μου ηρωίδα. Το απόλυτο σύμβολο της γυναίκας, της προδοσίας, της θυσίας, της εκδίκησης σε ένα έργο γραμμένο από τον κορυφαίο τραγικό Ευριπίδη, την ίδια ακριβώς περίοδο που ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, το 431 π.Χ., όταν ολόκληρη η Ελλάδα ζούσε στον αναβρασμό της στρατιωτικής προετοιμασίας. Αποφάσισα λοιπόν να γράψω γι’ αυτήν, αφού έβλεπα και την παράσταση που φέτος θα ανέβαινε στην Επίδαυρο, από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας σε σκηνοθεσία του ρώσου Ανατόλι Βασίλιεφ. Δε γνώριζα τη δουλειά του ιδίοις όμμασι, ώστε να έχω άποψη για τη σκηνοθετική του μανιέρα, όμως είχε τις περγαμηνές και τις απανωτές βραβεύσεις του σε Ευρώπη και στη χώρα του, τη Ρωσία, για διαπιστευτήρια, κι εγώ, ήταν η πρώτη φορά που θα παρακολουθούσα παράσταση σκηνοθετημένη από μη Έλληνα.
Στην αρχή, αυτό που με ξένισε ήταν τα σκηνικά. Κυρίαρχο χρώμα το κόκκινο. Μια σειρά από ξύλινα παραπέτα έκλειναν την ορχήστρα, η οποία ήταν σκεπασμένη με χοντρή άμμο. Μια σειρά από ψηλά δοκάρια στημένα περιμετρικά της ορχήστρας στήριζαν σκοινί στολισμένο με τριγωνικά σημαιάκια, κόκκινα κι αυτά, αφήνοντας την αίσθηση που αφήνουν τα σκηνικά των τσίρκων ή οι ισπανικές αρένες των ταυρομαχιών. Ένα βάθρο κι ένα ψηλό κατασκεύασμα καλυμένο με δύο κόκκινα υφάσματα, όλα φτιαγμένα με υποτυπώδη υλικά και με εμφανή προχειρότητα, υποδείκνυαν την είσοδο της οικίας του Ιάσονα και της Μήδειας.
Δεν πτοήθηκα. Εξάλλου, τα σκηνικά, όσο κι αν επηρεάζουν με την αισθητική τους, ας πούμε πως είναι δευτερεύουσας σημασίας. Οι μαρμάρινες κερκίδες άρχισαν να γεμίζουν σιγά-σιγά από τον κόσμο που ήρθε να δει την πασίγνωστη στην υφήλιο τραγωδία του Ευριπίδη. Περισσότερο από τους Έλληνες, η αδημονία ήταν εμφανής στους ξένους, πολλοί από τους οποίους έρχονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα αποκλειστικά για να δουν αρχαία τραγωδία στην Επίδαυρο, στο θέατρο που ανέβασαν τα έργα τους οι ίδιοι οι δημιουργοί, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής κι ο Ευριπίδης. Δίπλα μου κάθησε ένα ζευγάρι, που από την προφορά τους συμπέρανα πως μάλλον πρέπει να ήταν ιρλανδοί. Όταν χαμήλωσαν οι προβολείς, πιάστηκαν σφιχτά από το χέρι, σα μαθητούδια, και είπαν με περισσή λαχτάρα: “It’ s starting! It’ s starting! Can you believe it? We’ re actually here!” Η αδημονία τους να δουν ζωντανά αρχαία τραγωδία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους και μου έκανε τρομερή εντύπωση, ειδικά όταν άρχισα να αντιπαραθέτω την αντίδρασή τους με τον τρόπο που βλέπουμε εμείς, οι Έλληνες, τέτοιου είδους εκδηλώσεις, τουλάχιστον στην πλειοψηφία μας…
Η παράσταση ξεκίνησε και στα διαζώματα επικρατούσε απόλυτη σιγή. Όσο όμως προχωρούσε η παράσταση, τόσο η ανησυχία στους θεατές γινόταν πιο εμφανής. Τα σκηνοθετικά ευρήματα του ρώσου σκηνοθέτη, αρχικά ξένισαν, στη συνέχεια όμως άρχισαν να προκαλούν την αντίδραση του κοινού. Ένα συνοθύλλευμα από όλες τις χρονικές περιόδους και από όλους τους λαούς της ανατολικής Μεσογείου σε κάθε πτυχή της παράστασης, από τους μουσικούς και τους χορευτές μέχρι τις ενδυμασίες τους, τις χορογραφίες, μια σαλάτα χωρίς καμία αρχαιοελληνική σφραγίδα, δημιουργούσαν αναστάτωση. Προσπάθησα να κρατήσω ανοικτό μυαλό, ψάχνοντας να βρω τον συμβολισμό τους, να δω, τέλος πάντων, πού το πήγαινε ο ρώσος σκηνοθέτης. Στην αρχή σκέφτηκα πως αυτό που επιδίωκε ήταν να το διεθνοποιήσει, βάζοντας τους άντρες πρωταγωνιστές να φορούν άλλοι φουστανέλες, άλλοι δερβίσικες στολές, άλλοι σέρβικες κι άλλοι ιταλικές. Για την ίδια τη Μήδεια, παιγμένη εξαιρετικά από τη Λυδία Κονιόρδου, έδωσα τόπο στην οργή, όταν βγάζοντας σε κάποιο σημείο της πλοκής το εξωτερικό της φόρεμα έμεινε με ένα παντελόνι-βράκα, που παρέπεμπε κι αυτό σε ανατολίτικες επιρροές. Έδωσα τόπο στην οργή, γιατί είπα, εντάξει, η Μήδεια δεν είναι Ελληνίδα. Είναι η κόρη του βασιλιά της Κολχίδας, δηλαδή μία βάρβαρη, οπότε μπορεί να τεκμηριωθεί η ενδυμασία. Όλα τα υπόλοιπα όμως; Ο Ιάσονας με φουστανέλα; Η ορχήστρα με τούρκικο φέσι; Οι χορευτές με σερβικές στολές και χορευτικά; Ο χορός, χωρισμένος σε δύο ή τρεις ομάδες να απαγγέλουν η κάθε μια ξεχωριστό απόσπασμα σε μια ταυτόχονη κουστωδία, δημιουργώντας λεκτικό κομφούζιο από το οποίο δεν έβγαζες λέξη; Η επίσης ταυτόχρονη μετάφραση από τρεις, την τροφό και άλλους δύο του χορού, στα ελληνικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά, πάλι ταυτόχρονα, πάλι χωρίς να βγάζεις λέξη, σα λεκτικός πύργος της Βαβυλώνας; Πώς μπορούσαν να τεκμηριωθούν όλα αυτά; Πού το πήγαινε;
Συνέχισα να παρακολουθώ, ενώ τριγύρω είχε αρχίσει να επικρατεί έντονος εκνευρισμός, ο οποίος μετατράπηκε σε γιουχάισμα, όταν εμφανίστηκαν τα υλικά βοηθήματα των ηθοποιών. Ο Κρέοντας, βασιλιάς της Κορίνθου (επίσης, φορώντας φουστανέλα) εμφανίστηκε μέσα σε ένα δίτροχο γαλβανιζέ καρότσι που έσπρωχνε κάποιος ακόλουθος, σαν τα καρότσια που έχουν οι μανάβηδες στην κεντρική λαχαναγορά του Ρέντη για να φορτώνουν τα σακιά τους. Κάποια πανώ που κρατούσε σε κάποια φάση ο χορός (που παρεπιπτόντως ήταν φανταστικός στον ρόλο του, παρόλο που οι χορευτικές τους φιγούρες παρέπεμπαν σε τουρκάλες χανούμισσες ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, στην Μάρθα Καραγιάννη σε χορογραφίες του Δαλιανίδη), είχαν καθαρά ιαπωνικό ύφος και πουθενά δεν δικαιολογήθηκε ο λόγος ύπαρξής τους. Αυτό όμως που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων ήταν όταν στο τέλος του έργου η Μήδεια, που υποτίθεται πως θα έφευγε επάνω στο άρμα του Ήλιου (πρόκληση που στην αρχαιότητα είχε ξεπεραστεί με το τεχνολογικό εύρημα του από μηχανής θεού), έφυγε επάνω σε … τρίκυκλο ποδήλατο με καρότσα, που οδηγούσε κάποιος τεχνικός της παράστασης με τζην, μακό μπλουζάκι, κοτσίδα και μικρόφωνο στο αυτί! Στην καρότσα δε του τρίκυκλου, υπήρχε θρόνος για τη Μήδεια, μία πορτοκαλί πλαστική καρέκλα, από αυτές που πουλούν οι γύφτοι που περιφέρονται στις γειτονιές διαλαλώντας την πραμάτεια τους με την ντουντούκα! Το τεχνικό έκτρωμα συμπληρωνόταν από ένα στρογγυλό μπαλόνι, φουσκωμένο με ήλιο, που υποδήλωνε… τον θεό Ήλιο!
Δεν πίστευα στα μάτια μου… Τόση προχειρότητα; Τόση αναισχυντία στο αρχαίο κείμενο; στον δημιουργό του; στον ελληνικό πολιτισμό; στην ιερότητα του χώρου; στους θεατές; Η απογοήτευση και η οργή δεν άφησε κανέναν ανεπηρέαστο. Το ζευγάρι δίπλα μου, κοιταζόταν σαστισμένο. Τώρα, δεν έλεγαν τίποτα. Άλαλοι... Οι θεατές ορύονταν σηκωμένοι στις θέσεις τους κι έφευγαν κατά κύματα απογοητευμένοι και θιγμένοι. Και το φεγγάρι που μας είχαν υποσχεθεί… άφαντο!
Προσπάθησα να δω το όλο στήσιμο από τη μεριά του σκηνοθέτη. Δεν μπορούσα να βγάλω άκρη. Το μόνο ελαφρυντικό που μπορούσα να του δώσω ήταν πως δεν ήταν Έλληνας. Ένας Έλληνας, όσο πρόχειρη δουλειά κι αν είχε κάνει, αυτό που δεν θα παραβίαζε ποτέ είναι ο σεβασμός προς το κείμενο. Ένας Έλληνας θα έδειχνε το στοιχειώδες δέος. Αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου και άκουγαν τα αυτιά μου δεν είχε καμία σχέση με το αρχαίο δράμα. Ήταν η αποθέωση του κιτς που με προβλημάτισε και μ' έκανε να αναρωτηθώ: Εντάξει, ο ίδιος αυτή την άποψη έχει, έτσι το βλέπει, έτσι το παρουσιάζει. Εμείς, το φεστιβάλ Αθηνών, το Υπουργείο Πολιτισμού, δεν έχουμε κανέναν λόγο πάνω στο τι ανεβαίνει στην Επίδαυρο και τι όχι; Δεν υπάρχει έλεγχος, ώστε να διατηρείται ένα στοιχειώδες επίπεδο; Όποιος θέλει ανεβάζει ό,τι θέλει; Για αρχαία τραγωδία μιλάμε, δεν μιλάμε για μιούζικαλ της σειράς. Ούτε και ανεβάζεται στο θεατράκι της γειτονιάς. Το θέατρο της Επιδαύρου προσελκύει επισκέπτες από όλο τον κόσμο κι από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Πολλοί το βλέπουν σαν προσκύνημα. Πώς επιτρέπεις, Ελλάδα, να ανεβαίνει μια τέτοια παρωδία, που εμπαίζει τους πάντες και τα πάντα; Πώς δέχεσαι μια άποψη που βεβηλώνει ιερά και όσια και διαπομπεύει τον πολιτισμό σου; Πόσοι από τους χτεσινούς θεατές στην Επίδαυρο έχουν, αλήθεια, την επίγνωση πως δεν είναι αυτός ο πραγματικός Ευριπίδης και πόσοι θα επιστρέψουν στα σπίτια τους με την αποστροφή προς το αρχαίο δράμα, μετά από αυτή τη φαρσοκωμωδία; Μ' αυτές τις σκέψεις έφυγα από το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, βαθιά απογοητευμένη, μ' εμάς περισσότερο, και μάταια αναζητώντας το ολόγιομο φεγγάρι που δεν έλεγε να φανεί...
http://www.evaggelia-p.blogspot.com
Ευαγγελία Ψαρρού