Τρίτη 5 Αυγούστου 2008

Το πουθενά.

Μελίσσι βουερό ήρθε να ταράξει την ησυχία του περιπάτου μου. Ένας
δρόμος δυο τρία χιλιόμετρα, ασφαλτοστρωμένος, ανάμεσα σε αγρούς και
σε μια εγκαταλελημένη σιδηροδρομική γραμμή. Ποιός ξέρει πόσες ψήφους
τάξανε στο δήμαρχο για τους τον... εφκιάσει. Εκεί πάω όταν θέλω να μιλήσω
με τον άνεμο, να νιώσω να μου χαϊδεύει απαλά την ηλιοκαμμένη καράφλα,
που λέει και ο Λουδοβίκος των Ζωνιανών, δηλαδή όταν δεν τα καταφέρνω
φτάσω ως την παραλία.

Το μελίσσι αποτελούνταν απο ποδηλατοπαρέα πιτσιρικάδων του δημοτικού,
καμιά δεκαριά. Οι δύο ως εμπροσθοφυλακή είχαν σηκώσει σούζα τα
ποδήλατα. Όλοι μαζί φώναζαν τόσο που δε νομίζω να άκουγαν ούτε τον
εαυτό τους. Η ερώτηση ήρθε από τους δύο ποδηλάτες που σταμάτησαν
δίπλα μου ξεκόβοντας. Πού βγάζει αυτός ο δρόμος; Καλή ερώτηση. Που θα
μπορούσε να βγάζει η ασφαλτος μέσα στα χωράφια; Η απάντηση ήρθε
αυθόρμητα και τα ξάφνιασε. Στο πουθενά. Έχετε όμως, τους είπα, πολύ
άσφαλτο μέχρι τον χωματόδρομο με τα τριβόλια. Άντε να χαρείτε.

Άχ μωρέ ψυχούλες μου και να ξέρατε πόσοι δρόμοι ,τι λέω λεωφόροι ,
οδηγούν στο πουθενά σ' αυτή την κοινωνιά της απάτης που ήρθατε για να
ζήσετε. Στο πουθενά οδηγούν οι καριέρες που σας φαντάζουν τα ΜΜΕ στα
όνειρά σας. Στο πουθενά το πολιτικό αλισβερίσι όπως αυτό σας το
παρουσιάζουν είτε οι κομματαρχαίοι είτε η ανάγκη τεχνιτή ή πραγματική.
Στο πουθενά η διδαχές μας για να γίνεται καλύτεροι άνθρωποι ώστε να
φτιαχτεί ένας καλύτερος κόσμος. Στο πουθενά οι κοινωνικοί αγώνες, όπως
ονομάζουν τις αγυρτίες τους, αν δεν συμμετέχετε όχι μόνο με την κοιλιά
σας αλλά και με την καρδιά σας. Όχι μόνο με την καρδιά σας αλλά και με
την άμεση συμμετοχή σας στις αποφάσεις. Όλα τα πουθενά τους πολύχρωμα,
ψυχεδελικά σχεδόν, παραλλαγμένα όπως τα σαρκοφάγα λουλούδια. Άπαξ και
πέσατε μέσα αλλοίμονό σας. Αποσυντίθεσται σε βρώμα και πόμα για τους
λογικούς του κρίματος.

Το δρόμο της τιμής καλύτερα βαδίστε. Την τεθλιμμένη οδό του Κυρίου
μας. Καλύτερα λίγος πόνος και κόπος παραπάνω τώρα, παρά δόξες, τιμές
και πλούτοι χωρίς νόημα, στο πουθενά, στο κενό. Αλλά ποιός να σας τα
μάθει οι γονείς σας που χωρίζουν και ξεχωρίζουν ; Γιατί ψυχούλες μου
τα δώρα της καρδιάς δεν ζυγίζονται ούτε με όλα τα πλούτοι, τις τιμές
και τις δόξες. Τα ξέρετε εσείς καλά τα δώρα της καρδιάς και ας μην
μπορείται να τα ονοματίσετε. Είναι γιατί τα έχετε άπειρα. Και ο δρόμος
προς το κάπου ο δρόμος της καθαρής καρδούλα σας. Τόλμησα να παραστίσω
το δάσκαλο πάλι ο άθλιος. Ξέχασα πως αν δεν γίνω σαν κι εσάς πάω εκεί
που ούτε πουθενά δεν μπορείς να το πεις.
Δεν ήταν να γίνει ένα σχολειό για μεγάλους όπου να διδάσκουν τα παιδιά;

Οι βουiστινοί ποδηλάτες γύρισαν από το πουθενά κατευθυνόμενοι προς το
κάπου. Στη μέση της διαδρομής ξανασυναντηθήκαμε. Γεια! Γεια!...
φώναζαν και ξανασήκωσαν τα ποδήλατα σούζα. Σήκωσα ελαφρά τον καρπό να
τα αποχαιρετίσω.

Μακάρι να 'ξερα που βρίσκεται το πουθενά.

Ζευγαράς Δημήτριος.